οἰκετία
Look at other dictionaries:
οικετία — οἰκετία, ἡ (Α) βλ. οικετεία … Dictionary of Greek
οικετεία — οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης] 1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.) 2. καταναγκαστική εργασία,… … Dictionary of Greek